δοκῇ

δοκῇ
δοκάζω
wait for
fut ind mid 2nd sg (doric)
δοκάζω
wait for
fut ind act 3rd sg (doric)
δοκέω
expect
pres subj mp 2nd sg
δοκέω
expect
pres ind mp 2nd sg
δοκέω
expect
pres subj act 3rd sg
δοκῆι , δοκεύς
masc dat sg (epic ionic)
δοκή
vision
fem dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δοκή — δοκή, η (Α) [δοκώ] 1. δόκησις, όραμα, φαντασία 2. ενέδρα, παρατήρηση …   Dictionary of Greek

  • δοκή — vision fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκῆ — δοκεύς masc nom/voc/acc dual δοκεύς masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκῆι — δοκῇ , δοκάζω wait for fut ind mid 2nd sg (doric) δοκῇ , δοκάζω wait for fut ind act 3rd sg (doric) δοκῇ , δοκέω expect pres subj mp 2nd sg δοκῇ , δοκέω expect pres ind mp 2nd sg δοκῇ , δοκέω expect pres subj act 3rd sg δοκεύς masc dat sg (epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκήν — δοκή vision fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυμοδόκη — Κυμοδόκη, ἡ (Α) (όν. Νηρηίδας) αυτή που δέχεται τα κύματα ή πλήττεται από αυτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα + δόκη (< δέχομαι), πρβλ. δουρο δόκη, κυμινο δόκη] …   Dictionary of Greek

  • ζυγοδόκη — η ναυτ. εσωτερική ζώστρα τού πλοίου η οποία συνδέει τους νομείς και υποστηρίζει τα ζυγά, κν. κάτω κουρζέτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγόν + δοκη (< δέχομαι), πρβλ. λογχο δόκη, οπλο δόκη. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν] …   Dictionary of Greek

  • ιοδόκη — ἰοδόκη και ἰοδόχη, ἡ (Α) θήκη βελών, φαρέτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴος (II) + δόκη (< δέχομαι), πρβλ. αμμο δόκη, αυλο δόκη] …   Dictionary of Greek

  • ιστοδόκη — η (Α ἱστοδόκη) διχαλωτή υποδοχή στην πρύμνη τού πλοίου πάνω στην οποία καταβιβάζεται και στηρίζεται ο ιστός νεοελλ. η ιστοπέδη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + δόκη (< δέχομαι), πρβλ. δουρο δόκη κυμο δόκη] …   Dictionary of Greek

  • καπνοδόκη — ἡ (Α καπνοδόκη) νεοελλ. η καπνοδόχος* αρχ. οπή στη στέγη τών οικημάτων από την οποία έβγαινε ο καπνός και εισχωρούσαν οι ηλιακές ακτίνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + δόκη (< δέχομαι), πρβλ. αμμο δόκη, αυλο δόκη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”